- ἐγκράτειαν
- ἐγκράτειαmastery overfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ASCETAE — Tertulliano de Praescript. Exercitati, Basilio M. ἀςκηταὶ και τῆς αρετῆς φροντιςταὶ, Ascetae et virtutis unice studiosi, etc. Inter Iudaeos olim Pharisaei Essenique fuêre, saltem quoad speciem externam, de quorum disciplina severa, vide Casaubon … Hofmann J. Lexicon universale
προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… … Dictionary of Greek
ВОЗДЕРЖАНИЕ — [воздержность; греч. ἡ ἐγκράτεια, ἀποχή], добродетель тех, кто управляют своими страстными влечениями, пожеланиями, умеряют и ограничивают чувства. Это понятие встречается у древних писателей, напр. у Платона (Plat. Gorg. 491 d: «воздержность… … Православная энциклопедия